παζάρε(υ)μα
Смотреть что такое "παζάρε(υ)μα" в других словарях:
παζάρε(υ)μα — το [παζαρεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παζαρεύω, διαπραγμάτευση τιμής, συζήτηση που γίνεται σε εμπορικές κυρίως σχέσεις με σκοπό την επίτευξη καλύτερων όρων αγοραπωλησίας, παζάρι … Dictionary of Greek